-
1 παραδρομα
-
2 παράδρομα
παράδρομοςthat may be run through: neut nom /voc /acc pl -
3 παραδρομάς
παραδρομά̱ς, παραδρομήrunning beside: fem acc pl -
4 παρά-δρομος
παρά-δρομος, nebenher, daneben, vorbeilaufend, Sp.; τὰ παράδρομα, Zwischenraum zum Vorbeigehen, Xen. Cyn. 6, 10; vgl. Poll. 5, 35.
-
5 ξυμφρασσω
атт. συμφράττω1) прикладывать или ставить вплотную друг к другу(πίλους εἰρινέους Her.)
; сдвигать, смыкать(τὰς ναῦς Thuc.; τὰς σαρίσας Polyb.)
συμφράξαντες Plut. — сомкнув ряды2) отовсюду загораживать, заграждать, преграждать, запирать(τὰ παράδρομα Xen., τὰ περὴ τὰς κλεῖδας συμπεφραγμένα Arst.)
σ. τὸν λιμένα τῷ στόλῳ Plut. — блокировать порт флотом;τὰ συμπεφραγμένα Plat. — закрытые проходы -
6 συμφρασσω
атт. συμφράττω1) прикладывать или ставить вплотную друг к другу(πίλους εἰρινέους Her.)
; сдвигать, смыкать(τὰς ναῦς Thuc.; τὰς σαρίσας Polyb.)
συμφράξαντες Plut. — сомкнув ряды2) отовсюду загораживать, заграждать, преграждать, запирать(τὰ παράδρομα Xen., τὰ περὴ τὰς κλεῖδας συμπεφραγμένα Arst.)
σ. τὸν λιμένα τῷ στόλῳ Plut. — блокировать порт флотом;τὰ συμπεφραγμένα Plat. — закрытые проходы -
7 συμφράσσω
2 abs., of troops, close their ranks, form in close order, Id.4.64.7, 10.14.12, Plu.Ages. 18:—[voice] Med., D.C.62.12.3 [voice] Med., conspire, Agath.4.28.2 block up, close,τὰ παράδρομα X.Cyn.6.9
;τοὺς πόρους Thphr.Fr.10.6
:—[voice] Pass., of passages in the body, Hp.Aër.9, Mul.1.40; ἔλυσε τὰ συμπεφραγμένα the obstructed pores, Pl.Phdr. 251e, cf. Thphr.CP6.11.7.III [voice] Act. intr. in signf. 11,ἡ ἀναπνοὴ συμφράττει Arist.Pr. 964a31
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμφράσσω
-
8 παράδρομος
παρά-δρομος, nebenher, daneben, vorbeilaufend; τὰ παράδρομα, Zwischenraum zum Vorbeigehen
См. также в других словарях:
παράδρομα — βλ. παράδρομος … Dictionary of Greek
παράδρομα — παράδρομος that may be run through neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραδρομάς — παραδρομά̱ς , παραδρομή running beside fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράδρομος — ο / παράδρομος, ον, ΝΑ νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο παράδρομος δρόμος που βρίσκεται παράλληλα σε κεντρική λεωφόρο αρχ. 1. αυτός διά μέσου τού οποίου μπορεί να περάσει κάποιος 2. αυτός που απλώνεται πλάι σε κάτι, αυτός που εκτείνεται κατά μήκος 3.… … Dictionary of Greek