Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τὰ παράδρομα

См. также в других словарях:

  • παράδρομα — βλ. παράδρομος …   Dictionary of Greek

  • παράδρομα — παράδρομος that may be run through neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδρομάς — παραδρομά̱ς , παραδρομή running beside fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράδρομος — ο / παράδρομος, ον, ΝΑ νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο παράδρομος δρόμος που βρίσκεται παράλληλα σε κεντρική λεωφόρο αρχ. 1. αυτός διά μέσου τού οποίου μπορεί να περάσει κάποιος 2. αυτός που απλώνεται πλάι σε κάτι, αυτός που εκτείνεται κατά μήκος 3.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»